Σωτηρία Μπέλλου | Η αρχόντισσα του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, η συμπατριώτισσα μας!30/6/2023
του Δημήτρη Κων. Βαρδακώστα Τις προάλλες αναγνώστηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Βιβλίων του Συνδέσμου μας στο χωριό, το βιβλίο “Σωτηρία Μπέλλου, πότε ντόρτια, πότε εξάρες” των εκδόσεων Αγγελάκη γραμμένο από την βιογράφο της Σοφία Αβραμίδου. Ένα φιλικό μου ζευγάρι σε μία πρόσφατη συνάντησή μας μου έκανε δώρο το βιβλίο το οποίο διάβασα και ξαναδιάβασα. Με συνεπήρε τόσο πολύ η προσωπικότητα, ο ανυπότακτος χαρακτήρας, η «περιπλανώμενη ζωή» και πάνω απ’ όλα το γνωστό και άγνωστο μέγεθος της προσφοράς της Σωτηρίας Μπέλλου στο τραγούδι και στον πολιτισμό του τόπου μας, που δεν μπορούσα να σταματήσω την ανάγνωση. Σ’ αυτό συνέβαλε και η ζεστή- τρυφερή γραφή της βιογράφου της κας Σοφίας Αβραμίδου, η οποία μέσα από ένα δύσκολο συγγραφικό νοικοκύρεμα της πολυτάραχης ζωής της πρωταγωνίστριας, με σεβασμό, σεμνότητα καιταπεινότητα στη χρήση των ζωντανών ψηφίδων της γραφής της, αλλά και διάθεση προστασίας (της ηρωϊδας της), μας παρέδωσε ένα σπουδαίο συγγραφικό πόνημα, όπου πλέκονται αδιαλείπτως στα στημόνια της νεότερης ιστορίας του τόπου μας τα υφάδια της ζωής και του σπουδαίου έργου της Σωτηρίας. Αξίζει να το προμηθευτείτε και να το μελετήσετε για έναν ακόμη λόγο. Γιατί αναφέρεται στη μεγάλη και σπουδαία συμπατριώτισσα μας. Θα τολμήσω να αναφέρω κάποια αποσπάσματα από αυτό, χρωματισμένα και με τα δικά μου συναισθήματα τα οποία αναπτύχθηκαν στην κλίμακα του Φα Ματζόρε που αγαπούσε και η Σωτηρία.
Οι γονείς και οι παππούδες Εκεί, γύρω στο 1900, στον οικισμό Πανωχώρι της Οκτωνιάς, γεννήθηκε ο Κυριάκος Μπέλλος με άλλα τέσσερα αδέλφια. Φτωχικά τα χρόνια εκείνα στο χωριό. Οι οικογένειες δύσκολα τα έβγαζαν πέρα καιτο αίσθημα της αυτοσυντήρησης μερικές φορές έκανε σκληρούς τους ανθρώπους παραμερίζοντας τα άλλα συναισθήματα. Κάποιοι γονείς που είχαν πολλά παιδιά, προκειμένου να τα γλυτώσουν από την πείνα και τη δυστυχία, αναγκάζονταν να τα στείλουν ψυχοπαίδια σε εύπορες αστικές οικογένειες. Αυτή την τύχη είχε και ο μικρός Κυριάκος. Στα οκτώ του χρόνια, φτωχό παιδάκι, πεντάφτωχο,τον έστειλαν οι γονείς του ψυχογιό στη Χαλκίδα. Πέρασε δύσκολα χρόνια δίπλα σε σκληρούς εργοδότες. Από μικρός έζησε την εκμετάλλευση και την κακοποίηση από τα αφεντικά του. Έπρεπε να τα βγάζει πέρα μόνος του αλλά και να φροντίζει τη μικρή του αδελφή που είχε μαζί. Στα δεκαοκτώ του πήγε στρατιώτης και όταν απολύθηκε γνώρισε με προξενιό την Ελένη που έμενε με τους γονείς της στα Χάλια, σημερινή Δροσιά, έξω από τη Χαλκίδα. Ήταν κόρη του παπα-Σωτήρη από το Σχηματάρι καιτης Ευθαλίας από την Πύλη Δερβενοχωρίων. Παντρεύτηκαν το 1920 και μετακόμισαν στο Αφράτι, κοντά στο Βασιλικό. Άνοιξαν καντίνα δίπλα σε ένα ορυχείο και δούλευαν ικανοποιητικά. Η μικρή Σωτηρία Σαν έμεινε έγκυος η Ελένη, πήγε στη μητέρα της στα Χάλια για να έχει τη βοήθειά της. Στις 29 Αυγούστου του 1921 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Ήταν κορίτσι και του έδωσαν το όνομα Σωτηρία, που ήταν επι[1]θυμία του παππού της του παπα-Σωτήρη. Ο Κυριάκος και η Ελένη εργάζονταν πολλές ώρες την ημέρα στην καντίνα και αναγκάστηκαν να αφήσουν το παιδί στους παππούδες του, στα Χάλια, όπου μεγάλωσε κοντά τους μέχρι τα έξι του χρόνια. Κι εκεί που όλα πήγαιναν καλά στη δουλειά τους, εμφανίστηκαν στην περιοχή του Βασιλικού ομάδες κακοποιών που δημιουργούσαν σο[1]βαρά προβλήματα στους κατοίκους. Χτύπησαν και την καντίνα του Κυριάκου και επειδή απειλείτο η ζωή τους εγκατέλειψαν το Αφράτι και πήγαν στο Σχηματάρι, στο χωριό της γυναίκας του. Άνοιξαν ένα μαγαζί, πιστεύοντας ότι θα τους βοηθήσουν οι ντόπιοι, αλλά δυστυχώς δεν έγινε αυτό. Εν τω μεταξύ γεννήθηκε και η κόρη τους η Ανδρονίκη. Το 1927 η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Χαλκίδα και άνοιξαν ένα μπακάλικο στον προσφυγικό συνοικισμό της Νεαπόλεως, τον οποίο είχαν δημιουργήσει πρόσφυγες που είχαν έρθει πρόσφατα, το 1922, από τη Μικρά Ασία. Το ίδιο έτος γεννήθηκε ο γιος τους ο Λάμπης, μετά ακολούθησε η Τούλα και τελευταίος ο Πέτρος (1933). Η Σωτηρία μέχρι τα έξι της χρόνια μεγάλωσε με τους παππούδες της στο χωριό. Πήρε από αυτούς πολύ αγάπη και πάντοτε τους ευγνωμονούσε. Ακολουθούσε τον παππού της στην εκκλησία και της άρεσε πολύ να ακούει ψαλμωδίες. Την μάγευαν οι ύμνοι και συχνά ανέβαινε στο ψαλτήρι και έψελνε. Ήταν το πρώτο της μουσικό σχολείο όπου άρχισαν να χαράζονται μέσα της οι στέρεοι δρόμοι της Βυζαντινής μουσικής, που αργότερα θα γίνονταν από την ίδια Εθνικοί λεωφόροι... Οι μουσικολόγοι θα έγραφαν κάποτε ότι η φωνή της ήταν ένα ολόκληρο ψαλτήρι εκκλησιάς!! Σαν παιδί ήταν πολύ ζωηρό, ανυπότακτο, αεικίνητο και σκανδαλιάρικο. Μία από τις σκανδαλιές της ήταν να κτυπάειτις καμπάνες της εκκλησίας του χωριού, ασχέτως εορτής και ώρας. Ήθελε να ξεχωρίζει κάνοντας “ντόρο” ή μπορεί να ήταν η διαμαρτυρία της που δεν την καταλάβαιναν. Το 1926 πήγε στην πρώτη τάξη Δημοτικού στο Σχηματάρι και το 1927 ήρθε με την οικογένειά της στη Χαλκίδα. Εκεί, στη γειτονιά των προσφύγων, η Σωτηρία ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τους βασανισμένους ανθρώπους της προσφυγιάς και αφουγκραζόταν τους καημούς και τους θρήνους για τις χαμένες τους πατρίδες. Για τη ζωή και το βιο που άφησαν πίσω, για τα Ιερά και τα Όσια που βανδαλίστηκαν. Σε αυτή τη γειτονιά, του κατατρεγμού και του πόνου, η μικρή Σωτηρία μπολιάστηκε με τη φιλευσπλαχνία, τη γενναιοδωρία και τη θέληση να βοηθάει και να υπερασπί[1]ζεται, μεγαλώνοντας, τους φτωχούς και κατατρεγμένους ανθρώπους αλλά και να αγωνίζεται γι’ αυτούς. Ήταν το δεύτερο σημαντικό σχολειό της. Τα πρώτα μουσικά φτερουγίσματα Μπαίνοντας στην εφηβεία, η Σωτηρία μεταμορφώνεται σε ένα κορίτσι που αναζητά έντονα την ταυτότητά της, επιλέγει δρόμους και απορρίπτει τρόπους και συμπεριφορές. Ένα έργο που είδε στον κινηματογράφο, η “Προσφυγοπούλα”, με τη Σοφία Βέμπο, στάθηκε αρκετό για να καταληφθεί από την ακατανίκητη επιθυμία να τραγουδά τραγούδια της. Όσο οι γονείς της την απέτρεπαν από την επιθυμία της να γίνει «τραγουδίστρια», τόσο εκείνη πείσμωνε και τραγουδούσε. Ήταν προσβολή τότε της οικογένειας να γίνει το κορίτσι τραγουδίστρια γιατί αυτό παρέπεμπε κάπου αλλού…. Στα δεκατρία της απέκτησε την πρώτη της κιθάρα, δώρο του πατέρα της ο οποίος όχι μόνο ξεπέρασε τις αντιρρήσεις του, υποκύπτοντας στο πείσμα της κόρης του, αλλά έγινε και ο πρώτος δάσκαλος της γιατί του άρεσε και του ίδιου η μουσική. Ήταν από μικρή ορθόφωνη και άρπαζε το τραγούδι μονομιάς. Βλέποντας ότι η κόρη του προχωρούσε στην εκμάθηση, της πήρε και δάσκαλο στο σπίτι. Η Σωτηρία έπαψε πλέον να κυκλοφορεί αδέσποτη στους δρόμους και έπεσε με τα “μούτρα” στη μουσική και στο τραγούδι. Αυτό το πολύ ζωηρό κοριτσάκι, το ατίθασο και ανυπότακτο, το «αγριοκάτσικο» όπως την έλεγαν οι γονείς της, άλλαξε μονομιάς. Τώρα ημέρευε με τους ήχους της μουσικής και το τραγούδι και δεν υπήρχε χρόνος για τίποτε άλλο. Ατελείωτες πρόβες στον καθρέπτη με τα τραγούδια της Βέμπο. Σ’αυτή τη μικρή κάμαρα το νεαρό εκείνο κοριτσάκι μεταμορφωνόταν όπως η χρυσσαλίδα που αργότερα θα άνοιγε τα φτερά της και θα πέταγε μακριά, στις γειτονιές του κόσμου! Οι πρώτες παρέες και οι αριστερές της πεποιθήσεις. Σαν παιδί, στο χωριό, έκανε παρέες με κορίτσια και αγόρια και πάντα ξεχώριζε. Ήταν ένα παιδί γεμάτο ενέργεια και σκανδαλιές. Αυτό που λέμε “δεν έμπαινε σε σειρά”. Στην εφηβεία της, οι παρέες της ήταν συνομήλικα ή και μεγαλύτερα παιδιά,τα οποία ως επί το πλείστον είχαν ένα κοινό γνώρισμα. Ήταν παιδιά αριστερών πεποιθήσεων, καθόσον και η ίδια, όπως έλεγε, ήταν αριστερή. Είχαν κοινό τόπο συνάντησης οι ιδέες τους για τον αγώνα κατά της αδικίας και της εκμετάλλευσης, όπως πίστευαν. Συμπαθούσε έλεγε τους αριστερούς γιατί της φαίνονταν άνθρωποι ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι. Για τις παρέες της αυτές είχε δεχθεί πολλές επιπλήξεις από τους γονείς της καιτους γείτονες αλλά δεν έκανε πίσω. Είχε πάρει τις αποφάσεις της να είναι στο πλευρό των φτωχών και των αδικημένων και να αγωνίζεται γι αυτούς. Τους μισούς από τους “φίλους” της εκείνους τους εκτελέσανε, όπως έλεγε. Από τότε και σε όλη τη ζωή της παρέμεινε αριστερή και δεν σκιάχτηκε ποτέ γι αυτό, παρά τις διώξεις και τους ξυλοδαρμούς που υπέστη. Ένας αρραβώνας κι ένας γάμος H Σωτηρία ήταν ένα δυναμικό και όμορφο κορίτσι και θέριευε τους έρωτες των αγοριών. Στα 16 της έγινε η πρώτη πρόταση αρραβώνα από ένα νεαρό του οποίου οι γονείς ήταν οικογενειακοί φίλοι των γονιών της. Δυστυχώς ο αρραβωνιαστικός έκανε το μοιραίο λάθος να πουλήσει μαγκιές και προσταγές υποταγής στη Σωτηρία. Σε ποια; Στη Σωτηρία. Του πέταξε στα μούτρα τη βέρα και ο αρραβώνας διαλύθηκε εις τα εξ ων “ποτέ” δεν συνετέθη. Παρέμειναν όμως φίλοι. Στα 17 της γνώρισε έναν άλλον ο οποίος της άρεσε. Τη ζήτησε από τους γονείς της και παρά τις αρχικές τους αντιρρήσεις δέχ[1]θηκαν την πρότασή του. Έγινε ένας ωραίος γάμος, όπως έλεγε, και τίποτα δεν προμήνυε το φοβερό τέλος του. Δεν πρόλαβαν καλά -καλά να βάλλουν τα στέφανα στο σπίτι τους και άρχισαν τα παρατράγουδα από τη μεριά του άντρα της. Έπινε, ξενυχτούσε, και διατηρούσε παράλληλη σχέση με άλλη γυναίκα, την οποία γνώριζε πριν το γάμο. Το πληροφορήθηκε η Σωτηρία και άνοιξαν ομηρικούς καυγάδες. Όταν αυτός έφτασε στο σημείο να ασκεί βία επάνω της, λαμπάδιασε το μυαλό της. Ένιωσε προδομένη, μονάχη, απροστάτευτη και αβοήθητη. Παγιδευμένη σε ένα κλουβί χωρίς ήλιο και οξυγόνο. Εκτινάχθηκε με κραυγή παγιδευμένου αγριμιού και άδειασε ένα μπουκάλι με βιτριόλι στο πρόσωπο του άντρα της. Τώρα δεν είχε τίποτα και πού να ακουμπήσει, κι ο όχλος πέτρες μάζευε να την πετροβολήσει… Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση από τα οποία εξέτισε τελικά έξι μήνες στις φυλακές Χαλκίδας και Αβέρωφ. Εδώ ήταν το τρίτο της σχολείο. Γνώρισε γυναίκες που είχαν υποστεί τις ίδιες ή και χειρότερες ακυρώσεις και βίαιες συμπεριφορές των αντρών τους, των φίλων τους ή και των γονιών τους. Γυναίκες που είχαν βιαστεί, γυναίκες που είχαν χάσει την ψυχή τους στα σκοτεινά κελιά των εξαναγκασμένων αγοραίων ηδονών. Ακούμπησε και ακουμπήσανε επάνω της. Άκουσε και ένιωσε τις βασανισμένες ψυχές τους και καλούπωσε το βλέμμα της στον ορίζοντα παίρνοντας την απόφαση να αλλάξει ριζικά τη ζωή της, ακόμη και τις ερωτικές της επιλογές. Η φυγή από την Χαλκίδα στην Αθήνα Σαν αποφυλακίστηκε, γύρισε για λίγο στη Χαλκίδα, στο σπίτι των γονιών της, οι οποίοι την δέχθηκαν με στοργή, παρότι είχαν δεχθεί του κόσμου τις επικρίσεις για την κόρη τους τη «βιτριολίστρια». Έμεινε για ένα μικρό διάστημα κοντά τους κάνοντας διά[1]φορες δουλειές. Μην αντέχοντας όμως τα μοχθηρά βλέμματα και τις κατηγόριες των συμπολιτών της, ούτε τις απελπισμένες προσπάθειες νουθεσίας από τους γονείς της, αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τη Χαλκίδα και να πάει να ζήσει στην Αθήνα, δίνοντας την υπόσχεση στους γονείς της πως μια μέρα θα γυρίσει εκεί «μεγάλη και τρανή». Ήταν 29 Οκτώβρη του 1940 που έφυγε και ήταν 19 χρονών. Οι Ιταλοί είχαν κηρύξει την προηγούμενη ημέρα τον πόλεμο και οι γειτονιές της Αθήνας ήταν σε αναμπουμ[1]πούλα. Η Σωτηρία βρέθηκε μόνη σε μια πόλη που δεν γνώριζε και στη χειρότερη στιγμή. Έκανε διάφορες δουλειές για να επιζήσει. Έπλενε πιάτα σε μαγαζιά, πουλούσε τσιγάρα, παστέλια στους δρόμους για ένα πιάτο φαϊ. «Η ζωή φτωχή και πικρή κυλούσε σαν σκουπίδι σε βουρκωμένο αυλάκι» έλεγε. Τέλη του 1941 οργανώθηκε στο ΕΑΜ και προσέφερε υπηρεσίες στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών. Η πρώτη σύλ[1]ληψή της έγινε για μια κουραμάνα που έκλεψε από τους Γερμανούς για να καταλαγιάσειτην πείνα της. Ξυλοκοπήθηκε άγρια στα μπουντρούμια της οδού Μέρλιν. Στην κατοχή έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στην Αθήνα, όπως λέει στα απομνημονεύματα της. Σε μια μάχη γύρω από την Ομόνοια που συμμετείχε με τους αριστερούς της Χαλκίδας, τραυματίστηκε στο χέρι, συνελήφθη και υπέστη τα πάνδεινα χωρίς όμως να υποκύψει ούτε στιγμή στους βασανιστές της. Δεν θα γινόταν αλλιώς, αν λάβουμε υπόψη την χαλύβδινη πλευρά του χαρακτήρα της. Τα πρώτα μεροκάματα με το τραγούδι, η άνοδος και η πτώση Το ξεκίνημα της μεγάλης ιστορίας της στο τραγούδι έγινε στα χρόνια του εμφυλίου από μια ταβέρνα του “Καλλέργη” στα Εξάρχεια. Έγινε γνωστή για την πολύ ωραία φωνή της και την αποκαλούσαν «η ωραία γυναίκα με τη φωνάρα». Εκεί γνώρισε τον Τάκη Μπίνη και αρχές του 1947 γνώρισε από έναν κοινό φίλο το μεγάλο συνθέτη καιτραγουδοποιό Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος – πού να το φανταστεί ακόμη- έμελε να είναι ο Αυγερινός του μουσικού της ουρανού. Τα τραγούδια που τραγούδησε στην πρόβα, στο σπίτι του Τσιτσάνη, ήταν τα: Όταν πίνεις στην ταβέρνα και Το παιδί που είχες φίλο. Την επέλεξε με την μία και την επόμενη ημέρα ακολούθησε φωνοληψία στην Κολούμπια. Αρχές του 1947 βγήκε ο πρώτος της δίσκος που έγινε μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν πολλά τραγούδια και όπου τραγούδησαν με τον Τσιτσάνη γινόταν χαμός. Του είχε σεβασμό και ευγνωμοσύνη και είχε πει γι’ αυτόν: «Με βοήθησε πολύ, είχα πάρει δρόμο, κάθε τραγούδι που κάναμε με τον Βασίλη ήταν και επιτυχία. Γι’ αυτό θα λέω πάντα ότι χρωστάω πολλά στον Τσιτσάνη. Όταν μιλάμε για συνθέτες και για δεξιοτέχνες του μπουζουκιού πρέπει να μιλάμε πρώτα για τον Τσιτσάνη. Δεν λέω, υπήρχαν και άλλοι, άλλος λίγο κι άλλος περισσότερο που πρόσφεραν στο λαϊκό τραγούδι. Ο Τσιτσάνης όμως είναι ο πρώτος. Εγώ δεν παραδέχομαι και δεν καταλαβαίνω άλλον από τον μεγάλο Βασίλη». Το 1948 γίνονται οι ηχογραφήσεις δύο μεγάλων τραγουδιών: “Συννεφιασμένη Κυριακή” και το “Σαν απόκληρος γυρίζω”. Για τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” έλεγε πως «….ήταν το τραγούδι που αγαπούσε ιδιαίτερα γιατί της θύμιζε τα όσα είχε περάσει στα δύσκολα εκείνα χρόνια της κατοχής, αλλά και του εμφυλίου». Ένα βράδυ που δούλευε με τον Τσιτσάνη στου “Τζίμη” έκατσε στο μπροστινό τραπέζι μια παρέα από εφτά άντρες και ζήτησαν να τους τραγουδήσει το βασιλικό τραγούδι “Του αετού ο γιος”. Η Σωτηρία αρνήθηκε να το τραγουδήσει και όταν αυτοί επέμεναν με την απειλή πιστολιών, τους διαολοσιχτίρισε και έκανε να φύγει αλλά την έπιασαν, την έσυραν καιτη χτύπησαν βάναυσα μπροστά στον κόσμο. Πιο πολύ κι απ’ το ξύλο που έφαγε, την πόνεσε -όπως έλεγε- που δεν σηκώθηκε ούτε ένας άνδρας να την υπερασπιστεί. Είχε να το λέει αυτό. Εμένα το παράπονό της αυτό με παραπέμπει στη σπουδαία φράση του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ «Στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας αλλά την σιωπή των φίλων μας». Ακολούθησαν οι επιτυχίες της, η μία μετά την άλλη και το χειμώνα του 1949 στο μαγαζί που δούλευε με το Μάρκο Βαμβακάρη γνώρισε το Μάνο Χατζιδάκι. Νεαρός τότε και πρωτόβγαλτος. Τους κάλεσε σε μια συναυλία για το ρεμπέτικο τραγούδι που θα γινόταν στο Θέατρο Τέχνης, η οποία έγινε και είχε μεγάλη επιτυχία. Σε εκείνη τη συναυλία έμεινε ιστορική η ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για τις αξίες του ρεμπέτικου τραγουδιού και επαληθεύτηκε η πρόβλεψή του ότι η αλήθεια του ρεμπέτικου θα εμβολίζει διαρκώς το χρόνο. Η Σωτηρία συγκινήθηκε, όπως έλεγε, από τα λόγια του Μάνου και φαντάζομαι πως θα ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε τόσο δυνατά τη χαρά της αναγνώρισής της ως καλλιτέχνιδας, αλλά και υπερηφάνεια που υπηρετούσε το ρεμπέτικο τραγούδι. Το καλοκαίριτου 1949 δουλεύει στις Τζιτζιφιές με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος τις έγραψε σπουδαία τραγούδια και τα ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο. Το επόμενο καλοκαίρι (1950) γνώρισε σε ένα μαγαζί στη Νέα Ιωνία, το νεαρό τότε μπουζουξή Λάκη Καρνέζη. Την ίδια χρονιά γνώρισε και τον νεαρό συνθέτη Μπάμπη Μπακάλη, ο οποίος της έδωσε και είπε σπουδαία τραγούδια. Συνεργάστηκε επίσης με το Μανώλη Χιώτη που ήταν φοβερός δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, όπως έλεγε. Συνέχισε να τραγουδά σε διάφορα μαγαζιά και παράλληλα να ηχογραφεί τραγούδια - σταθμούς στο λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι. Το 1953 ηχογράφησε το “Περιπλανώμενη ζωή” του Τσιτσάνη σε στίχους Κώστα Βίρβου το οποίο αγαπούσε πολύ. Γενικά στα τραγούδια που άγγιζαν την ψυχή της είχε προσφέρει μοναδικές ερμηνείες. Όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της εποχής εκείνης έγραφαν για τη Σωτηρία, η οποία έβγαζε αρκετά χρήματα και το όνομά της ήταν γραμμένο ψηλά στις μετόπες των μαγαζιών. Όμως όπως κάθε μεγάλος εκτός από προτερήματα έχει και δυνατά ελαττώματα, έτσι και η Σωτηρία είχε τα δικά της. Όταν μπήκε στο χώρο του τραγουδιού δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μάστιγα που ταλαιπωρούσε πολλούς συναδέλφους της και που ήταν ο “τζόγος”. Λόγω δε και του παθιασμένου χαρακτήρα της, το πρόβλημα αυτό πήρε γι αυτή αυτοκαταστροφικές διαστάσεις. Έφτασε να μην ελέγχει καν τον εαυτό της και ό,τι έβγαζε να τα εξανεμίζει στο μπαρμπούτι. Από την άλλη οι μαγαζάτορες ήταν επιφυλακτικοί μαζί της γιατί εκεί που πήγαιναν όλα καλά, με την πρώτη “στραβή” που θα γινόταν από κάποιον πελάτη η Σωτηρία δε χαμπάριαζε και τους έκοβε τον τσαμπουκά ή το συνηθέστερο γινόταν μπάχαλο το μαγαζί. Την εποχή εκείνη η Σωτηρία ξεχώριζε σαν τη μύγα μες το γάλα στον ανδροκρατούμενο χώρο της διασκέδασης και όχι μόνο. Είχε άποψη και την υπερασπιζόταν σθεναρά. Επίσης οι δισκογραφικές εταιρείες δεν ανανέωναν συμβόλαια μαζί της, λόγω διαφόρων παρεξηγήσεων. Όλα αυτά, συν το πολύ ποτό,την οδήγησαν στην απομόνωση και στην ψυχολογική της κατάρρευση. Η βασανισμένη της ψυχή παραλόγισε και οδηγήθηκε σε ψυχιατρικές κλινικές. Εκεί τα είδε όλα. Δεν ερχόταν κανείς στο επισκεπτήριο, εκτός από μια φίλη της και τα μέλη της οικογένειας της, προς τους οποίους στράφηκε να πάρει την αγάπη που της έλειπε. Από τότε μέχρι και το 1964 μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές. Ένα πουλί που το πήρε ο άνεμος και δεν γνώριζε που θα βρεθεί και που θα πέσει. Μετά την πτώση η άνοδος Από το 1964 μέχρι καιτο 1966 τραγούδησε σε ένα γνωστό μαγαζί στο Περιστέρι, όπου και άρχισε να παίρνει λίγο τα πάνω της. Ήταν το 1966 που τη συνάντησε ο Αλέκος Πατσιφάς και της έδωσε χέρι σωτηρίας, αλλάζοντας μονομιάς τη ζωή της. Μετά από επιμονή του προχώρησαν σε δισκογραφική συνεργασία. Δισκογράφησαν σπουδαία ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια που γέμισαν το πάνθεον των μεγάλων επιτυχιών. Είναι οι μεγάλοι εκείνοι δίσκοι βινυλίου με το όνομά της στις δισκοθήκες μας. Είναι η φωνή της που μας συνοδεύει στα ταξίδια των αναμνήσεων στις γειτονιές της καρ[1]διάς μας. Μετά ήρθε η δικτατορία και σιγοτραγουδούσαν στις μπουάτ και σε κάτι μικρομάγαζα. Τότε γνώρισε και το Μανώλη Μητσιά που είχε μόνο καλά να θυμάται από αυτόν. Τέλη του 1973 της έκανε πρόταση ο Τσιτσάνης να δουλέψει μαζί του στο Χάραμα. Αυτό ήταν! Αποδέχθηκε με μιας γιατί γνώριζε πως ήταν η χρυσή της ευκαιρία. Η συνεργασία τους αυτή κράτησε πολλά χρόνια και έμελλε να γράψει μεγάλη ιστορία. Από εδώ αρχίζουν και οι δικές μας μνήμες για το Βασίλη Τσιτσάνη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Στο χώρο αυτό του λαϊκού τραγουδιού και της διασκέδασης, που λειτουργούσαν τα ιερά αυτά καλλιτεχνικά πρόσωπα, ξαναβαφτίστηκε σχεδόν όλη η Ελλάδα. Το μαγαζί πάντα γεμάτο και η κάθε βραδιά μοναδική. Μεταμορφώθηκε σε κιβωτό του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού και θριάμβευσαν όχι μόνο τα τραγούδια του Τσιτσάνη και της Μπέλλου αλλά και άλλων παλιών και νέων συνθετών. Από εκεί πέρασε “λαός και κολωνάκι” καθώς και ο περισσότερος καλλιτεχνικός και πολιτικός κόσμος. Μου έχει μείνει, από ένα βίντεο που είδα, η εικόνα με τον μεγάλο μας ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη όπου του τραγουδούσε όρθια η Σωτηρία και αυτός υποβασταζόμενος επάνω στην πίστα χόρευε ανοίγοντας μόνο τα χέρια, λες και ήθελε να πετάξει μαζί της στον ουρανό που είχε ζωγραφίσει γι αυτούς τους δύο! Δύο γυναίκες έλεγε πως είχε αγαπήσει στη ζωή του: Την Μαρία Κάλλας και την Σωτηρία Μπέλλου. Οι ερμηνείες της στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι Μετά από μια μεγάλη πορεία στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι και την αδιαμφισβήτητη καταξίωση στο χώρο αυτό, η Σωτηρία ήταν ανοιχτή στις νέες μουσικές προκλήσεις αρκεί να άξιζαν, όπως αυτή εννοούσε την αξία τους. Το 1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε δισκογραφήσει ο ίδιος το τραγούδι “Ζεϊμπέκικο” (Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια) στο δίσκο “Βρώμικο Ψωμί”, το οποίο είχε κάνει αίσθηση στο κόσμο. Το 1975 ζήτησε από την Σωτηρία να το δισκογροφήσουν μαζί, όπως και έγινε. Το τραγούδι βρήκε την πραγματική του διάσταση μέσα από τη συνταρακτική ερμηνεία της Μπέλλου και απογειώθηκε. Το 1979 γνωρίστηκε με τον Ηλία Ανδριόπουλο και της έδωσε να ερμηνεύσει τα “Λαϊκά προάστια” τα οποία κυκλοφόρησαν το έτος 1980, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Μεταξύ των τραγουδιών του δίσκου η “Πλατεία Βάθης”, το “Μην κλαις”, το ομώνυμο “Λαϊκά Προάστια” κ.ά. Το 1981 κυκλοφόρησε ο δίσκος του Δήμου Μούτση “Φράγμα” με τη συνταρακτική φωνή της Σωτηρίας στο τραγούδι “Δεν λες κουβέντα”. Τα έντεχνα λαϊκά τραγούδια που ερμηνεύθηκαν από τη Σωτηρία ξεχώρισαν και τραγουδήθηκαν από όλο τον κόσμο. Έγιναν σταθμός στη ζωή όλων μας μέσα από την υπέροχη, λεβέντικη, Δωρική φωνή της. Το κλείσιμο της αυλαίας Τα επόμενα χρόνια ήταν χρόνια μικρών συμμετοχών σε μουσικά σχήματα σε κάποια μαγαζιά, συμμετείχε όμως σε συναυλίες με τον Ηλία Ανδριόπουλο και άλλους. Είχε αρχίσει ήδη να την καταλαμβάνει η κούραση και η επιθυμία για απόσυρση από το μουσικό στερέωμα. Ήθελε να εγκαταλείψει το τραγούδι στην ώρα της για να μην ξεπέσει και τη λυπούνται. Έλα όμως που το τραγούδι ήταν η ίδια της η ζωή και το βάλσαμο για να ξεχνάει τους πόνους της. Και όχι μόνο. Ήταν και ο βιοπορισμός της και το τσοντάρισμα για να εκπληρώνει το ακατανίκητο πάθος της που ήταν το μπαρμπούτι. Πάντα ρέστη και πάντα παρούσα στις παρτίδες με τα ζάρια. Συνέχιζαν να την καλούν κάπου-κάπου σε κάποια μικρομάγαζα και παρά τις αντιρρήσεις της παρέβαινε τον όρκο και πήγαινε. Τα έφερνε δύσκολα βόλτα και σιγά-σιγά την εγκατέλειπαν και οι δυνάμεις της. Έφτασε να πουλάει μόνη της δίσκους στο Κολωνάκι για να ζήσει. Έπειτα από μια αναπνευστική δυσλειτουργία και πόνο στο λαιμό εισήχθη στο Σωτηρία για εξετάσεις όπου διαγνώστηκε όγκος στο λαιμό. Ήταν καλοκαίρι του 1994. Το χειρότερο όμως ήρθε μετά. Οι γιατροί αποφάσισαν να της κάνουν τραχειοτομή. Όταν της το είπαν κατακρημνίστηκε ο κόσμος όλος μέσα της. Αυτό το Θείο δώρο που της χάρισε η φύση, της το έπαιρνε πίσω για πάντα και σε μια άσχημη στιγμή. Από εκεί και μετά δεν είχε νόημα γι αυτή η ζωή. Το αηδόνι που χάνει τη λαλιά μοιάζει πουλί χωρίς φτερά... Τρία χρόνια πάλεψε στο κρεββάτι του πόνου και στις 27 Αυγούστου του 1997 άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Μεταξά. Έφυγε για πάντα η Αρχόντισσα του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού Σωτηρία Μπέλλου και έκλεισε η αυλαία μιας μεγάλης μουσικής παράστασης που κράτησε 50 χρόνια και διαπέρασε όλη την Ελληνική κοινωνία, φτάνοντας ως την άκρη του κόσμου. Αντί επίλογου Μελετώντας τη συγκλονιστική ιστορία της Σωτηρίας Μπέλλου, η οποία είναι συνυφασμένη με την ιστορία του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού και εν μέρει με τη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας, νιώθω την επιθυμία αλλά και το χρέος να αποχαιρετήσω: - Το μικρό κοριτσάκι στη Δροσιά Ευβοίας που με τα μάτια ενός παιδιού ατίθασου και ζωηρού ζητούσε μέσα από τις αντιδράσεις του κατανόηση και αγάπη. Ενός παιδιού που προσπαθούσε να ζωγραφίσει το δικό του ουρανό, με χρώματα που οι άλλοι δεν τα έβλεπαν ή τα έβλεπαν παραποιημένα. - Την έφηβη κοπέλα που με τη φρεσκάδα και την αισιοδοξία της νιότης της σχεδίαζε τα όνειρά της μπροστά σε έναν καθρέφτη, που διαρκώς τον σκέπαζαν τα “μη” και τα “όχι” μιας συντηρητικής και επιθετικής κοινωνίας, αλλά και η ανημποριά μιας παγιδευμένης στα κοινωνικά στερεότυπα οικογένειας. - Τη χειραφετημένη και αντισυμβατική γυναίκα η οποία υπερασπίστηκε με αξιοπρέπεια τη διαφορετικότητά της και πάλεψε γι’ αυτό σε χρόνια δύσκολα. Χλευάστηκε, λοιδορήθηκε, αλλά ποτέ δεν έκανε πίσω. - Την Αγωνίστρια που αντιστάθηκε στους Γερμανούς κατακτητές και στους ντόπιους συνεργάτες τους, πληρώνοντας ακριβό τίμημα και που ποτέ δεν υπόστειλε τη σημαία των πεποιθήσεων της. - Τη σπουδαία καλλιτέχνιδα, την Εντίθ Πιάφ της Ελλάδας, που με την υπέροχη, στεντόρεια Δωρική φωνή της αγκάλιασε τις γειτονιές του κόσμου και πρόσφερε Βάλσαμο στον πόνο, Καρτερία στην Ελπίδα, Χαρά στην Αγάπη! Που έδωσε δύναμη και λεβεντιά στους αγωνιστές της ζωής και στους ξωμάχους και πείσμα στους αδικημένους και στους καταφρονεμένους. - Τη γυναίκα που αγάπησε και αγαπήθηκε, που πόνεσε και συμπόνεσε, που αδικήθηκε αλλά στάθηκε όρθια. - Τη συμπατριώτισσα μας που κοσμεί τον τόπο μας και εξυψώνει την περηφάνια μας! Δημήτριος Κων. Βαρδακώστας |